Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίκρυσμα [andíkrizma] το,
- ① coming face-to-face w., facing, confrontation:
- το ~ του θανάτου |
- poem κορώνες πλέκετε στα μέτωπα εδώ κάτου, | καρτερικά αντικρύσματα θανάτου (Delis)
- ② seeing, sight:
- το ~ της αβύσσου, του έναστρου ουρανού, του νησιού, του τοπίου |
- το ~ του ωραίου |
- δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρυσμά της I don't remember the first time I saw her |
- | phr στο ~ at the sight of, upon seeing |
- στ' ~ του μυθικού αυτού δώρου αναλύθηκε σε δάκρυα (Athanasiadis-N) |
- πολλοί πρωτόγονοι λαοί χάσανε την πίστη τους στο ~ του τεχνικού μας πολιτισμού |
- στο πρώτο ~ at the first sight, at first glance (syn phr L εκ πρώτης όψεως) |
- στο πρώτο της ~ η δυσκολία δίνει την εντύπωση ότι είναι ανυπέρβλητη (Papanoutsos) |
- στο πρώτο ~ ο ορισμός φαίνεται πειστικός (Voros) |
- | είναι ένα θέαμα ονείρου το ~ του Aιτωλικού από τη δυτική στεριά (Panagiotop) |
- και οι πιο προικισμένοι καλλιτέχνες παθαίνουν τρακ στο πρώτο ~ του κοινού (Nirvanas) |
- στο ~ ενός μεγάλου λαού βρίσκεται η μεγάλη ωφέλεια που κερδίζει ο άνθρωπος μελετώντας την ιστορία του (Kakridis) |
- κατάπληξη έκανε το ~ του Λαοκόοντος στον Mιχαήλ Άγγελο (ChZalokostas) |
- poem με το βουβόν ~ κ' η αναπνοή βαθαίνει | κι ως μες στα στήθη χύνεται του κάμπου η ευωδιά (Sikel)
- ⓐ way of looking at, consideration, approach, view (syn τρόπος θεώρησης, προσέγγιση):
- επιστημονικό, συνοπτικό ~ |
- νέο, υποκειμενικό ~ του κόσμου |
- το ~ του ηθικού προβλήματος, των φιλοσοφικών θεμάτων |
- στοχαστικό ~ του καιρού |
- το καλολογικό ~ του αγάλματος |
- το κριτικό ~ ενός έργου τέχνης |
- ένα γενικότερο ~ του νόμου |
- η "γυμναστική" της διάνοιας οδηγεί τον Γρηγόριο σε άλλο ~ από εκείνο του Bασιλείου (Tatakis) |
- η πίστη μου στη ζωή είναι ψυχολογικά αντίθετη με το απαισιόδοξο ~ του εαυτού μου (Tsatsos) |
- ο Bουτυράς έφερε μιαν ανανέωση στο ~ ελληνικής ζωής (Charis) |
- στο ~ της Eλλάδας βασική είναι η αντίθεση ανάμεσα στον Oυράνη και τον Παναγιωτόπουλο (Sachinis, adapted)
- ③ funds deposited to meet liabilities, cover, coverage:
- συναλλαγματικό ~ |
- επιταγή χωρίς ~ |
- ένα νόμισμα έχει άμεσο και σταθερό το αντίκρυσμά του στο πρώτο πιστωτικό ίδρυμα κάθε τόπου (Charis)
- ④ fig content, grounds, basis (syn περιεχόμενο, βάση):
- λέξεις, λεκτικά σχήματα χωρίς ~ |
- οι αλήθειες μας έχουν πραγματικό ~ και αξία (Papanoutsos) |
- υποψία χωρίς ~ groundless suspicion (syn αβάσιμη) |
- η σχηματική κατάταξη έχει κάποιο ~ στην πραγματικότητα (Melas) |
- η κραυγή "ανάξιος" δεν είναι χωρίς ~ σε ουσιαστικά γεγονότα (Palaiologos) |
- τα λόγια που ξεστομίζουν οι δημόσιοι άντρες πρέπει να έχουν πράξεις ως ~ (Theotokas) |
- ο ανθρωπισμός της εποχής μας έχει πολύ λίγο πραγματικό ~ (Ploritis)
[fr kath αντίκρυσμα, der of αντικρύζω]
- ① coming face-to-face w., facing, confrontation:



