Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίκα
83 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίκα η [antíka] Ο25 : 1.κάθε αντικείμενο (κυρίως κόσμημα, έπιπλο, εργαλείο ή σκεύος), του οποίου η αξία έγκειται τόσο στην τέχνη όσο και στην παλαιότητά του: Kανάτι / καναπές / καρέκλα / δαχτυλίδι / αυτοκίνητο ~. Ένα παλιό χαλασμένο ρολόι που μόνο ως ~ έχει κάποια αξία. 2. (ως μειωτικός χαρακτηρισμός) α. (για πρόσ.) πολύ γέρος. β. πολύ παλιός: Ένα καθεστώς / κόμμα ~, αναχρονιστικό. Ρούχο / παπούτσι / χτένισμα ~, πολύ παλιάς μόδας.

[ιταλ. antica (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίκα [antíka & αndíka] η,
  • ① valuable object of old, antique:
    • συλλογή αντικών |
    • αυθεντικές αντίκες |
    • το αρχοντικό αδειάστηκε απ' όλες τις αντίκες |
    • folkt δεν την αφήνεις τη σεντούκα, μην περάσει κανένας λόρδος και του τη δώκομε σαν ~;
  • ⓐ old precious jewel, usu set in a ring (syn phr παλιά δαχτυλιδόπετρα):
    • δαχτυλίδι με ~ |
    • "σου έφερα μιαν ~", μου λέει, βάζοντάς μου στη φούχτα ένα μικρό πετράδι με σκαλισμένο ένα κεφάλι γυναίκας (Kazantz, adapted) |
    • και το πετράδι του δαχτυλιδιού η Aγιά Σοφιά, βυζαντινή ~ (Athanasiadis-N)
  • ⓑ valuable old coin:
    • ένα πιθάρι γεμάτο κωνσταντινάτα κι άλλες αντίκες, μεγαλέξανδρους, λυσίμαχους, αντίοχους, σωστό θησαυρό (Chourmouziadis)
  • ② derog older person or person w. antiquated ideas or habits:
    • μαζεύτηκαν όλες οι αντίκες και παίζουν χαρτιά |
    • πφ! αντίκες! ας πάνε (οι Γιαπωνέζες με τα κιμονό) να καθίσουν στις βιτρίνες του μουσείου, με μπόλικη ναφθαλίνη (Kazantz)

[fr Fr antique, as also Eng antique]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικαγκελλάριος [andikaŋgelários] ο,
  • vice-chancellor:
    • ο ~ της Δυτικής Γερμανίας

[cpd w. καγκελλάριος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικαθεστωτικός -ή -ό [andikaθestotikós] Ε1 : που είναι αντίθετος με το πολιτειακό ή το κοινωνικό καθεστώς της χώρας του και επιδιώκει να το ανατρέψει: Aντικαθεστωτική δράση / προπαγάνδα. Aντικαθεστωτικές ενέργειες των βασιλοφρόνων / κομμουνιστών / αναρχικών. || (ως ουσ.) ο αντικαθεστωτικός: Kατά τη διάρκεια της χούντας πολλοί αντικαθεστωτικοί φυλακίστηκαν. αντικαθεστωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντι- + καθεστωτικός μτφρδ. αγγλ. antiregime(;) (anti- = αντι-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικαθεστωτικός, -ή, -ό [andikaθestotikós] (L)
  • being against the regime, anti-regime:
    • ο ~ Zαχάρωφ |
    • αντικαθεστωτική ενέργεια |
    • αντικαθεστωτικές δραστηριότητες |
    • αντικαθεστωτικοί ηγέτες |
    • το καθεστώς έχει αφορίσει τον υπερρεαλισμό γιατί τον θεωρεί αντικαθεστωτικό (Papatsonis) |
    • οι ευνοούμενοι καταγγέλλουν την αντικαθεστωτική συνωμοσία (Christidis EΣ)

[cpd w. καθεστωτικός]

[Λεξικό Κριαρά]
αντικαθίσταμαι.
  • Πηγαίνω και εγκαθίσταμαι κάπου·
    • (μεταφ.):
      • απέθανεν …, στην αιώνιον ζωήν αντεκατέστην (Φλώρ. 132).

[αρχ. αντικαθίσταμαι. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικαθίσταμαι s. αντικαθιστώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικαθιστώ [andikaθistó] -αμαι Ρ10.1α αόρ. αντικατέστησα και αντικατάστησα, απαρέμφ. αντικαταστήσει, παθ. αόρ. αντικαταστάθηκα, απαρέμφ. αντικατασταθεί, μππ. και αντικατεστημένος : 1α.βάζω στη θέση κάποιου κπ. άλλο, τον αλλάζω με κπ. άλλο: H κυβέρνηση αποφάσισε να αντικαταστήσει τον αρχηγό της αστυνομίας. β. αλλάζω κτ. με κτ. άλλο, βάζω ή χρησιμοποιώ στη θέση του κτ. άλλο: H βιομηχανία αντικατέστησε αρχικά το κάρβουνο με το πετρέλαιο. || (για κτ. κατεστραμμένο, χαλασμένο κτλ.) το αντικαθιστώ με άλλο που βρίσκεται σε καλή κατάσταση: Πρέπει να αντικαταστήσω το σπασμένο τζάμι / την καμένη λάμπα. 2α. (για πρόσ.) παίρνω τη θέση κάποιου και ασκώ τα καθήκοντά του, συνήθ. προσωρινά: Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά τον απόντα πρόεδρο. Ποιος θα με αντικαταστήσει αύριο που θα λείπω; β. (για πργ.) χρησιμοποιούμαι αντί για κτ. άλλο, στη θέση του: Ο ηλεκτρισμός δεν έχει αντικαταστήσει πλήρως το πετρέλαιο. Tο ιππικό αντικαταστάθηκε από τα τεθωρακισμένα. 3. (γραμμ.) ~ ένα ρήμα, κάνω χρονική ή εγκλιτική αντικατάσταση.

[λόγ.: 1, 3: αρχ. ἀντικαθίστημι μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το καθίστημι > καθιστώ· 2: σημδ. γαλλ. remplacer· λόγ. < αρχ. ἀντικαθίσταμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικαθιστώ [andikaθistó] αντικαθιστά, ipf αντικαθιστούσα & αντικαταστούσα, aor αντικατέστησα & αντικατάστησα (subj αντικαταστήσω), prp αντικαθιστώντας, pass αντικαθίσταμαι, aor αντικαταστάθηκα (subj αντικατασταθώ)
  • ① take the place of, replace, supplant, supersede (syn αντικαταστένω 1):
    • ένα νέο χωριό αντικαθιστά το παλιό |
    • η λογική αντικατέστησε την πίστη |
    • η φωτογραφία θα αντικαθιστούσε την προσωπογραφία |
    • ειδικά ρομπότ αντικαθιστούν τους επιστήμονες |
    • στην Aναγέννηση ο Γολγοθάς θ' αντικαταστούσε τον Όλυμπο (Evelpidis) |
    • στα κατώτερα λογοτεχνικά έργα τη λυρικότητα την αντικαθιστά ο κενολόγος στόμφος (Tsatsos) |
    • τα σαξόφωνα, οι χαβάγιες, τα πολυθόρυβα σύνεργα της τζαζ αντικατάστησαν τη λύρα και το βιολί (Karantonis) |
    • στη βυζαντινή αρχιτεκτονική ο δοκός του επιστυλίου αντικαθίσταται με τόξα (Michelis) |
    • η μοίρα αντικαθίσταται στη σύγχρονη μυθολογία από την ιστορική νομοτέλεια (Theodorakis)
  • ② take the place of, replace, substitute for:
    • όταν λείπει ο διοικητής, τον αντικαθιστά ο υποδιοικητής |
    • phr τίποτε δεν τον αντικαθιστά he is irreplaceable (syn phr είναι αναντικατάστατος) |
    • κανένας στην Iνδία δεν δέχεται να αντικαταστήσει τους "ανέγγιχτους" στα ακάθαρτα επαγγέλματα (Evelpidis) |
    • παρακολουθήσαμε χοροδράματα όπου ολόκληρο το κορμί αντικαθιστούσε το λόγο (Panagiotop)
  • ⓐ relieve (syn αλλάζω 3):
    • τέσσερις φορές έκαναν τη διαδρομή οι στρατιώτες όσο νά 'ρθουν άλλοι να τους αντικαταστήσουν (ChZalokostas)
  • ③ put in the place of, substitute, replace (syn αντικαταστένω 2):
    • κάθε ξύλινη κολόνα που σάπιζε την αντικαθιστούσαν με πέτρινη |
    • στην εποχή μας οι βοσκοί αντικαταστήσανε τους ποιμενικούς αυλούς με τρανζίστορ (Theodorakis) |
    • αντικαθιστούν τα ελληνικά σχολεία με γαλλικά |
    • επίσκοποι που αντικαθιστούσαν το σταυρό με το σπαθί |
    • αν ο νηστευτής είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη των ορνιθίων, θ' αντικαταστούσε με αυτά την αυστηρότητα των ακρίδων του (Papatsonis) |
    • οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις βαθαίνουν την ουσία της δημοκρατίας αντικαθιστώντας την τυπική με την ουσιαστική κοινωνική δικαιοσύνη (Tsatsos) |
    • θα μπορούσαμε να καταλάβομε το σύστημα του Σπινόζα αν αντικαθιστούσαμε στο κείμενό του τη λέξη Θεός με κάτι σαν κόσμος, ύπαρξη, ον (Lambridi) |
    • αντικαθιστούμε τις αυταπάτες με μια πιο καθαρή συνείδηση των πραγματικοτήτων (Panagiotop) |
    • ο πολύς κόσμος δεν έχει κατορθώσει να αντικαταστήσει την θρησκευτική πίστη με τίποτα ισάξιο (Theotokas)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντικαθιστώ; cf K, AG ἀντικαθίστημι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικάθοδος [andikáθo∂os] η, (L) phys
  • anticathode

[cpd w. κάθοδος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες