Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντίθεος
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίθεος ο [andíθeos] Ο20 : (προφ.) ο διάβολος, ιδίως σε βρισιά: (Γαμώ) τον αντίθεό σου, κάθαρμα!

[λόγ. < ελνστ. ἀντίθεος, αρχ. σημ.: `ίσος με θεό΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίθεος1 [andíθeos] ο,
  • ① adversary of God, the devil, Satan (syn αντίχριστος1 διάβολος, σατανάς):
    • κάθε Θεός έχει και τον αντίθεό του (Bastias) |
    • θα κατεβεί ο λυτρωτής του κόσμου .. να συντρίψει τον αντίθεο (Prevelakis) |
    • (γαμώ or without the verb) τον αντίθεό μου, τόχω πει εκατό φορές να μην κάθεται κανένας στο γραφείο μου (Tachtsis) |
    • ο θεός, ο ~, ο σατανάς ή ό,τι άλλο (Simeonoglou) |
    • poem εγώ κι ο μυαλογγάστρωτος Θεός κι ~, κι ακόμα | κ' η λάβα μήτρα που με γέννησε κ' η γης που θα με φάει (Kazantz Od 16.1369)
  • ② fig impious, irreverent person (syn αντίχριστος, άπιστος, L ασεβής):
    • το κάμωμα του Bασίλη με τον επιτάφιο ήτανε κάμωμα ενός αντίθεου (Myriv) |
    • ουδέ τα μοναστήρια τα σέβονται οι αντίθεοι (Petsalis) |
    • αντίθεε! του φωνάζουν, αντίχριστε, σκύλε! (id.)

[fr postmed αντίθεος ← MG, LK (3rd & 4th c. AD), PatrG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίθεος2, -η, -ο [andíθeos] (L)
  • being against God, ungodly, impious:
    • το έργο του αντίθεου προφήτη (i.e. του Nίτσε) (Kazantz) |
    • δεν έβανε ποτέ στο στόμα του ο Mουχαμέτης το κρέας γουρουνιού, τέτοιου αντίθεου ζώου (Papatsonis, adapted)

[fr MG αντίθεος (as noun) ← MG, PatrG ← K]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go