Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίδρομα [andí∂roma] adv
- in the opposite direction, opposite (syn από την αντίθετη κατεύθυνση, αντίθετα 1b, ant από & προς την ίδια κατεύθυνση, L σύνδρομα):
- ταξιδεύοντας ~ |
- ο αέρας που ερχόταν ~ (Vasilikos)
- ① w. σε, against (syn ενάντια, αντίθετα 3b):
- κι ανέβαινε με πείσμα ~ στο νυχτοπλάνο ρέμα (Kazantz Od 14.283) |
- μέρες ..| που επανέρχεστε ~ στο χρόνο | και τώρα με βλέπετε αλλιώτικο (Patrikios)
[der of αντίδρομος]
- in the opposite direction, opposite (syn από την αντίθετη κατεύθυνση, αντίθετα 1b, ant από & προς την ίδια κατεύθυνση, L σύνδρομα):



