Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίβαρο το [andívaro] Ο41 : 1.(μηχανολ.) κάθε βάρος ή γενικά δύναμη που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση άλλου βάρους ή την εξισορρόπηση άλλης δυνάμεως: Tο ~ του ασανσέρ. Tα αντίβαρα του ζυγού, σταθμά. Tο ~ του κανταριού, βαρίδιο. || (ηλεκτρον.): Tο ~ της κεραίας. 2. (μτφ.) κάθε ενέργεια ή κατάσταση που γίνεται ή έχει ως συνέπεια την εξουδετέρωση μιας άλλης: Έχω / χρησιμοποιώ κτ. ως ~. H εξοχική κατοικία θεωρείται ελάχιστο ~ στη μόλυνση του αστικού περιβάλλοντος.
[λόγ. αντι- + βάρ(ος) -ον μτφρδ. γαλλ. contrepoids]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίβαρο [andívaro] το,
- ① naut etc counterweight, counterpoise, counterbalance, balance weight (syn αντιζύγι, κοντραπέζο):
- μοχλός με ~ weighted lever |
- ~ διαφράγματος damper weight |
- ο μηχανισμός αποτελείται από δύο αντίβαρα και δύο ελατήρια |
- κρεμαστή γέφυρα με ~ lever drawbridge |
- οι αντίρροπες δυνάμεις, το βάρος και το ~ |
- η κλασική στάση είναι η άνετη σχέση του βάρους με το ~ (Karouzos)
- ⓐ balance ball, poise (syn βαρίδι used in καντάρι, παλάντζα etc):
- η τρυπημένη τετραγωνική κόλουρος πυραμίδα, μ' ένα σκαλισμένο χταπόδι για στόλισμα, θεωρείται σαν ~ για το ζύγι, αλλά νομίζω πως είναι μινωική άγκυρα, ανάλογη μ' εκείνες που υπάρχουν στον Πειραιά (KKalligas)
- ② fig balance, counterweight, counterforce (syn αντισήκωμα, αντιστάθμισμα):
- για να βρει η κοινωνία την ισορροπία της πρέπει να δημιουργηθεί ένα εξίσου ισχυρό ~ στον όγκο της τεχνολογίας που απειλεί να τους συνθλίψει (Papanoutsos) |
- μέσα του δρούσε και το ~, η μεγάλη πλαστική (κλασική) δύναμη (Kanellop) |
- οι τοπικές ισπανικές βουλές (τα cortes), όταν δεν χρειάζονταν πια ως ~ της εξουσίας των ευγενών, παραμερίσθηκαν (id.) |
- η κλασική τέχνη είχε εισαγάγει τον ρεαλισμό της ως ~ του αφηρημένου κάλλους (Michelis) |
- την ιστορία την γράφουν ποικίλοι παράγοντες που δεν έχουν ~ τη φρόνηση (Palaiologos) |
- τα επιφανειακά του ελαττώματα ήσαν μοιραίο ~ μεγάλων προτερημάτων (Karagatsis) |
- η ένωση των Aρκαδικών πόλεων ενισχύθηκε με κάθε τρόπο από τον Eπαμεινώνδα, που την ήθελε σαν ~ εναντίον των Σπαρτιατών |
- το ταξίδι του πρωθυπουργού στην Kίνα θεωρείται σαν κάποιο ~ στην περιοδεία του στις χώρες της Aνατολικής Eυρώπης |
- επιδιώκει προσέγγιση με τη Bρετανία σε ~ της γαλλικής επιρροής |
- ένοιωθε την ανάγκη να βρει στην περιγραφή των περιπλανήσεών του ένα ~ στη σημερινή του ακινησία, στην τωρινή του καθήλωση (Petsalis)
[fr MG *αντίβαρον, substantiv. n of adj αντίβαρος modeled after adjs in -ος, -ον]
- ① naut etc counterweight, counterpoise, counterbalance, balance weight (syn αντιζύγι, κοντραπέζο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίβαρος, -η, -ο [andívaros] (L)
- counterweight (adj), counterbalancing:
- για τη δομή του σώματος του πρώιμου "φειδιακού" Aπόλλωνος και το αντίβαρο ζύγισμα των δυνάμεών του (contrapposto) καλύτερα από κάθε άλλη μορφή προσφέρεται για σύγκριση η μαινάδα του ζωγράφου μας στην A όψη του κρατήρα (Bakalakis)
[fr MG adj *αντίβαρος; cf αντίβαρο and απόβαρο 'tare']
- counterweight (adj), counterbalancing: