Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντήχηση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντήχηση η [andíxisi] Ο33 : το φαινόμενο κατά το οποίο ο ήχος προσκρούει σε εμπόδιο κοντινό στην πηγή που τον παράγει, ανακλάται και επιστρέφει δυνατότερος, χωρίς όμως να ακούγονται καθαρά οι λεπτομέρειές του: H ~ δημιουργεί προβλήματα στους μηχανικούς που κατασκευάζουν αίθουσες.

[λόγ. < ελνστ. ἀντήχη(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντήχηση [andí isi] η, pl αντηχήσεις (& poet αντήχησες) (L)
  • echoing, reverberation, resonance (syn αντίλαλος, απόηχος):
    • οι λέξεις, οι έννοιες, η γλώσσα γενικά είχαν άλλο βάθος και άλλη ~ από τη σημερινή (Malevitsis) |
    • τ' αφτιά του γέμισαν αντηχήσεις κ' έπειτα η φωνή διαλύθηκε σαν το ψωμί μες στο νερό (Vasilikos) |
    • μπήκα στα νύχια, αλλά η ~ των βημάτων μου σημείωσε την παρουσία μου στην άδεια αίθουσα (Aschinas, adapted) |
    • μουγκρίζουν εκεί οι γκρεμοί κι αντιμουγκρίζουν οι αντήχησες στις χαράδρες (Papatsonis) |
    • poem σ' ακούει η ψυχή, σε φέρνει πίσω, | μες στην παντοτινή σου ~ (Themelis) |
    • μια τρομερήν ~ | κάνουν τα κούφια χέρια που χτυπούν (KMontis)

[fr kath αντήχησις ← K ἀντήχησις (Plut, Psellos), der of ἀντηχῶ (-έω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go