Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντέτι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντέτι το [adéti] Ο44α : (λαϊκότρ.) συνήθεια, έθιμο. (έκφρ.) το ΄χω ~, το συνηθίζω. κάνω το ~ μου, κάνω ό,τι θέλω· ΣYN έκφρ. κάνω το δικό μου.

[τουρκ. âdet (από τα αραβ.) ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντέτι [adéti] το, region.
  • ① custom (syn συνήθειο, συνήθεια, έθιμο):
    • ~ το 'χουμε στον τόπο μας |
    • folks. παιδιά, θα κάμω πόλεμο τ' ~ των Σουλιώτων (Passow)
  • ② habit:
    • τ' αντέτια και τα ζακόνια μας τα βαστούμε |
    • ~ που το 'χουνε και τούτα τα παιδιά (Petsalis)

[fr Turk ἐdet ' custom, practice, habit']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες