Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αντέρα η.
-
- Mεγάλο έντερο:
- κοιλιά γεμάτη αντέρες (Φορτουν. B´ 289).
[<ουσ. άντερο + κατάλ. ‑α. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Mεγάλο έντερο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντεράκι [anderáci] το,
- ① small intestine (syn αντερούλι)
- ② small sausage:
- γεμιστά αντεράκια
[der of άντερο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντεραστής ο [anderastís] Ο7 θηλ. αντεράστρια [anderástria] Ο27 : αντίζηλος στον έρωτα.
[λόγ. < αρχ. ἀντεραστής· λόγ. < μσν. αντεράστρια < αντερασ(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντεραστής [anderastís] ο,
- rival in love (syn αντίζηλος1 b):
- η αγάπη της στο Zέφυρο και η αποστροφή στο Bοριά, η πάλη των δύο αντεραστών (Melas) |
- δεν τον άφησε να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στον Mαυρομιχάλη, τον αναπάντεχο αντεραστή του (Roussos) |
- ο υπηρέτης της χήρας σκοτώνει τον αντεραστή (Papanoutsos) |
- η αγαπημένη του Aσπασία και ο άσπονδος εχθρός και ~ του Aυγερινόπουλος (Sachinis) |
- οι αντεραστές του Aπόλλωνα ζηλεύαν ακόμη (Gialourakis) |
- (μια Tιτάνα) τον έκαμε φονιά των αντεραστών του (Papantoniou) |
- poem ~ ανάμεσά μας πλάγιασεν | ο ύπνος (Matsas)
[fr kath αντεραστής ← AG]
- rival in love (syn αντίζηλος1 b):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντεράστρια [anderástria] η,
- female rival in love (syn αντίζηλη b, αντίζηλος2b)
[fr MG αντεράστρια]



