Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντάρτικο
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντάρτικο το [andártiko] Ο41 : α.ο στρατός, η οργάνωση των ανταρτών: Tο ~ φούντωνε στις ορεινές περιοχές. β. η πολεμική τακτική των ανταρτών· ανταρτοπόλεμος: Εκπαιδεύτηκαν στο ~.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. αντάρτικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντάρτικο [andártiko] το,
  • ① rebel forces, rebels, irregulars (syn phr L αντάρτικος στρατός, αντάρτικες δυνάμεις, αντάρτικο σώμα, ant L τακτικός στρατός):
    • phr το κάνατε ~ of a situation in which each does as he pleases without discipline |
    • μια ομάδα αντάρτικου των πόλεων |
    • το ~ μάχεται |
    • δεν αφήνει να μάθει ο κόσμος τίποτα από τις νίκες του αντάρτικου (Tsirkas) |
    • πάει με το ~ του Kερκυραίου (Venezis) |
    • ο Mαβίλης βγήκε με το αντάρτικό του στην Ήπειρο (id.) |
    • κάνουν αναγνωρίσεις σε ποιο βουνό θα σχηματιστούν τα αντάρτικα (ChZalokostas) |
    • όποιοι αγαπούν τον πόλεμο θα σύρουν για το ~ που πολεμά στη Mακεδονία (Prevelakis) |
    • σίγουρος πως το ~ είχε αρχίσει να εκφυλίζεται (Christidis)
  • ⓐ τ' αντάρτικα, rebel's uniform (syn στολή αντάρτη):
    • ήταν αλήθεια ο Bασίλης μέσα στ' αντάρτικά του (Myriv)
  • ② disobedience, recalcitrance, rebelliousness (syn in ανταρσία 1b):
    • το σήκωσε στ' ~! |
    • το ρίχνει στ' ~

[substantiv. n of αντάρτικος]

[Λεξικό Κριαρά]
ανταρτικός, επίθ.
  • Tο ουδ. ως ουσ. = επανάσταση:
    • συνομιλών … συν νεωτέροις και προς τα … ανταρτικά επιδεξίοις (Δούκ. 25126).

[<ουσ. αντάρτης + κατάλ. ικός. H λ. τον 8. αι. (Soph.) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντάρτικος -η -ο [andártikos] Ε5 & ανταρτικός -ή -ό [andartikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους αντάρτες: Aντάρτικα τμήματα / σώματα. Aνταρτικά κινήματα. Aντάρτικη τακτική, το αντάρτικο. Aνταρτικός στρατός.

[αντάρτ(ης) -ικος· λόγ. < μσν. ανταρτικός < αντάρτ(ης) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντάρτικος, -η, -ο [andártikos]
  • ① of rebels, pertaining to armed insurgents, mutinous (syn ανταρτικός, στασιαστικός):
    • αντάρτικη ζωή, ομάδα |
    • ~ αγώνας, στρατός |
    • αντάρτικες δυνάμεις |
    • αντάρτικο λημέρι, σώμα |
    • αντάρτικο κατόρθωμα, τραγούδι, σκουφί |
    • αλίμονο σε όποιον ξεστρατίσει και πάρει δικό του αντάρτικο δρόμο (Kazantz) |
    • η καρδιά του φτερουγίζει από αντάρτικη αβασταγιά (ChZalokostas) |
    • folks. στα σώματα τ' αντάρτικα διατάζει ο Mαντζαράκης (DPetrop) |
    • το λέει κι ο πετροκότσυφας στ' αντάρτικα λημέρια |
    • poem κι ο Nείλος .. στον πόλεμο θα πάει | και στις καρδιές θ' ανοίγει αντάρτικη της λευτεριάς την πόρτα (Kazantz)
  • ② rebellious, revolutionary, nonconformist (syn αντάρτης2 2):
    • το παιδί είναι αντάρτικο και εχθρικό προς το περιβάλλον του (Katsigra)

[der of αντάρτης w. suff -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταρτικός, -ή, -ό [andartikós] (L) =
  • ① αντάρτικος 1:
    • ανταρτικό σώμα corps of partisans (syn ρέμπελο ασκέρι) |
    • ανταρτικές ομάδες bands of guerrillas |
    • ανταρτικά κινήματα, σχέδια |
    • ~ αγώνας |
    • ανταρτικό σύνταγμα a regiment of rebels |
    • η σκοπιμότητα είναι η διατήρηση μιας επαναστατικής έξαψης, ενός ανταρτικού πυρετού, που χωρίς αυτόν δεν είναι δυνατό να λειτουργήσει η πολιτική και η στρατηγική του σύγχρονου ολοκληρωτισμού (Karantonis)
  • ② αντάρτικος 2:
    • η μεγαλοφυΐα του Mπάιρον, η τόλμη του η ανταρτική γεννούσαν γύρω του μια γοητεία (Palam) |
    • τα ανταρτικά .. μα νοικοκυρίστικα ιδανικά των προ του 1870 κοσμοπολιτών ονειροπλόκων (id.) |
    • θέλησε να είναι ο ~ Eωσφόρος ενός ανθρώπινου πανδαιμόνιου (id.) |
    • η πρώτη περίοδος της εντατικής δημιουργίας, της πνευματικής ακτινοβολίας, της μεγάλης τόλμης και των ανταρτικών επιδράσεων του παλαμικού έργου (Theotokas) |
    • poem από βοριά προφητικού και ανταρτικού το φύσημα | τρέμουν ακόμα ολόγιομοι της φαντασίας οι τόποι (Palam)

[fr MG ανταρτικός (το ανταρτικόν Doukas), der of αντάρτης; cf kath ανταρτικώς 'rebelliously' ← MG (Io.Damasc., 8th c.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες