Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντάρτικα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντάρτικα [andártika]
  • adv rebelliously, unconventionally:
    • φέρνεται ~ |
    • η τάδε, το σκάνδαλο της μικροαστικής κοινωνίας, είχε από πολύ νέα τη δύναμη να μην υποταχθεί, να ζήσει ~ (Thrylos) |
    • ο ένας ήταν ντυμένος ~ (Persaki, adapted)

[der of αντάρτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες