Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντάξια [andáksia] adv (L)
- equally, worthily, deservingly (syn L ισάξια):
- το άρτιο άτομο αντικρύζει ~ τα πιο καίρια γεγονότα της ιστορίας (Sikel) |
- θέλει ν' ανταμείψει ~ τον κάθε φίλο και σύντροφο που εστάθη πιστός κοντά του (Stasinop) |
- ένα ποίημα καθιέρωσε ~ τον Aριστοτέλη Bαλαωρίτη εθνικό ποιητή (Chairop) |
- poem ελπίζω πως ~ | θα μ' αντικαταστήσει | μέσα σ' αυτό το απέραντο | χωρίς αγάπη σύμπαν (Kaftantzis) |
- poem .. κ' είσαι ο μόνος | που αντάξιά μου μπορείς να το πετύχεις (Stavrou)
[der of MG αντάξιος; cf kath ανταξίως]
- equally, worthily, deservingly (syn L ισάξια):



