Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντάξια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντάξια [andáksia] adv (L)
  • equally, worthily, deservingly (syn L ισάξια):
    • το άρτιο άτομο αντικρύζει ~ τα πιο καίρια γεγονότα της ιστορίας (Sikel) |
    • θέλει ν' ανταμείψει ~ τον κάθε φίλο και σύντροφο που εστάθη πιστός κοντά του (Stasinop) |
    • ένα ποίημα καθιέρωσε ~ τον Aριστοτέλη Bαλαωρίτη εθνικό ποιητή (Chairop) |
    • poem ελπίζω πως ~ | θα μ' αντικαταστήσει | μέσα σ' αυτό το απέραντο | χωρίς αγάπη σύμπαν (Kaftantzis) |
    • poem .. κ' είσαι ο μόνος | που αντάξιά μου μπορείς να το πετύχεις (Stavrou)

[der of MG αντάξιος; cf kath ανταξίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες