Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντάμα
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντάμα [andáma] επίρρ. : (λαϊκότρ.) μαζί: ~ τρων και πίνουνε, ~ πολεμάνε. || Όλοι ~ ίσαμε δέκα. ΠAΡ Όλοι ~ κι ο ψωριάρης χώρια*.

[μσν. αντάμα < εντάμα με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] < ελνστ. φρ. ἐν τῷ ἅμα με αποφυγή της χασμ. (αρχ. ἅμα `αμέσως, μαζί΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
αντάμα, επίρρ.· ανδάμα· αντάμε· αντάμι· αντάμιν· ανταμού· αντάμως· ανταμώς· εντάμα· εντάμι· ενταμού· ενταμώς.
  • 1)
    • α) (Tροπ.) (συχνά με το επίθ. όλος· η επανάληψη αντάμι αντάμι για επίταση) μαζί:
      • και το ψωμίν εκλείδωσεν και το κρασίν εντάμα (Προδρ. I 179
      • όλοι αντάμα εγράψαν εις χαρτίν τες αφορμές (Mαχ. 4632
      • αντάμι αντάμι θυσιάν να τσ’ είχα κάμει (ενν. τις ψυχές) (Πιστ. βοσκ. V 6, 252
    • β) (προκ. για προσέγγιση ή συμπλοκή) μαζί, μεταξύ:
      • γυρεύγουσι τα ταίρια τους αντάμα να σμιχτούσι (Eρωτοπ. 708
      • ο είς τον έτερον θεωρεί εντάμα να συγκρούσουν (Φλώρ. 665
    • γ) (με γεν., αιτιατ., με τις προθ. με, μετά, εις + αιτιατ.) μαζί:
      • (Aχιλλ. L 205), (Διγ. O 2711), (Kυπρ. ερωτ. 7914), (Iμπ. 440), (Λίβ. Esc. 3605).
  • 2)
    • α) (Xρον.) συγχρόνως:
      • ίασε και τας ψυχάς και το κορμίν εντάμα (Συναξ. γυν. 68
    • β) συνεχώς:
      • μέρα και νύκτα αντάμι κοπιάζοντας (Eρωφ. Πρόλ. 54).

[<επίρρ. εντάμα <έκφρ. εν τῳ άμα (10. αι., Steph., λ. άμα [τόμ. II 6c], Δήμ., λ. άμα 4). T. σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντάμα [andáma] adv(& rare εντάμα) (D)
  • together (syn μαζί):
    • είμαστε ~ |
    • έρχομαι, πηγαίνω ~ |
    • τρώμε, πίνουμε και τραγουδούμε ~ |
    • prov phr ~κουβεντιάζουμε και χώρια ακούμε (of faculty communication) |
    • ήταν όλοι μαζεμένοι ~ |
    • πήγαμε ~ εις το Σάλωνα (Makryg) |
    • όλη η Pωμιοσύνη σηκώθηκε εντάμα με τους Bενετούς να διώξει τον Tούρκο (Petsalis) |
    • στην ποτίστρα κατεβαίναν οι αγγέλοι χαράματα σπερώματα να δροσιστούν ~με τις πέρδικες (Prevelakis) |
    • αχ, τα καημένα κλαίγανε όλα ~ και φωνάζανε "μάνα μου, πατέρα μου" (Rotas) |
    • η τυχόν έλλειψη της πνευματικής ελευθερίας προκαλεί τη στασιμότητα κι ~ την παρακμή (Evelpidis) |
    • folks. Kατσίγιαννος τα χάρηκε με τον Bίβα ~. | ~τρων και πίνουνε, ~ χαιρετιούνται (DPetrop) |
    • poem θυμούμαι που εκαθόμαστε ~ εκεί στη βρύση (Solom) |
    • γι' αυτούς όλους το παν είναι | μαζωμένο ~ εκεί (id.) |
    • πικρά ~ εβγαίνανε | τα δάκρυα με τα λόγια (id.)

[fr MG αντάμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go