Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανούσια
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανούσια [anúsia] adv
  • in a dull way, mawkishly, uninterestingly:
    • οι γυναίκες του είδους αυτού ή είναι ~ αισθηματικές ή τρομερά φιλήδονες (Ouranis) |
    • στην Eλβετία μόνο δύο στιγμές μού χάρισαν μια συγκίνηση, ένα ενδιαφέρον και μια ανάταση και δεν απορροφήθηκαν ~ μέσα στο πλήθος των χαμένων στιγμών (Thrylos) |
    • δεν αισθηματολογεί ~, δεν αρκείται σε παράταξη ψυχρών εννοιών (Palam, adapted)

[der of MG (5th c. AD), ModG ανούσιος; cf kath ανουσίως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go