Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοσολογικός, -ή, -ό [anosoloyikós] (L) med
- immunological:
- στο πεδίο των μεταμοσχεύσεων οργάνων το ανοσολογικό πρόβλημα παίζει σπουδαίο ρόλο
[fr kath (neol) ανοσολογικός, der of ανοσολογία]
- immunological:



