Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανοσιότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοσιότητα η [anosiótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανόσιου.

[λόγ. < αρχ. ἀνοσιότης, αιτ. -ητα `ιεροσυλία, ασέβεια΄ σημδ. γαλλ. impiété]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go