Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοσήλευτος, -η, -ο [anosíleftos] (L)
- not having received health care, uncared for, unnursed (ant νοσηλευμένος):
- ο γέρος πέθανε ~και παρατημένος
[fr kath ανοσήλευτος ← AG ἀνοσήλευτος, cpd w. *νοσηλευτός]
- not having received health care, uncared for, unnursed (ant νοσηλευμένος):



