Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοσήλευτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανοσήλευτος, -η, -ο [anosíleftos] (L)
  • not having received health care, uncared for, unnursed (ant νοσηλευμένος):
    • ο γέρος πέθανε ~και παρατημένος

[fr kath ανοσήλευτος ← AG ἀνοσήλευτος, cpd w. *νοσηλευτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες