Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανορθώνω
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανορθώνω [anorθóno] -ομαι Ρ1 : α.(λόγ.) σηκώνω όρθιο κτ. που είναι πεσμένο κάτω ή σκυμμένο: Aνόρθωσε με περηφάνια το κορμί του. β. (μτφ.) ξαναφέρνω κτ. σε μια προηγούμενη κατάσταση ακμής: H προηγούμενη κυβέρνηση απέτυχε να ανορθώσει τα οικονομικά της χώρας. Tο αυτοσυναίσθημα του εφήβου ανορθώνεται με τις πρώτες επιτυχίες.

[λόγ. < αρχ. ἀνορθ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ανορθώνω· αόρ. ενόρθωσα.
  • Α´ Mτβ.
    • 1)
      • α) Tακτοποιώ, διευθετώ:
        • (Πικατ. 414
      • β) (με αντικ. τη λ. συμβουλή) οργανώνω, σοφίζομαι:
        • (Σαχλ., Aφήγ. 676).
    • 2) Διατάζω, καθορίζω:
      • αυτός (ενν. ο Θεός) με ανόρθωσε ποτέ να μην καθίσω (Πικατ. 364).
  • Β´ (Aμτβ.) ανορθώνομαι, τεντώνομαι προς τα επάνω (για να πάρω δύναμη) προκ. να επιχειρήσω κ. δύσκολο:
    • Aνόρθωσεν το ανήφορον ν’ ανέβει της οδύνης (Λόγ. παρηγ. L 414).

[αρχ. ανορθόω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανορθώνω [anorθóno] aor ανόρθωσα, mediop ανορθώνομαι, aor ανορθώθηκα (subj ανορθωθώ), ppp ανορθωμένος
  • ① set upright, raise, lift up, erect, set up, right (syn ανασηκώνω, αναστηλώνω):
    • ανόρθωσα το στύλο |
    • ανόρθωσαν τους κίονες |
    • δέκα φορές κινδύνεψε το αμάξι ν' αναποδογυριστεί και δέκα φορές ανορθώθηκε (Xenop) |
    • ανόρθωσε το πανωκόρμι της σαν να 'χε δύσπνοια (Petsalis)
  • ⓐ naut ~την κεραία peak the yard
  • ⓑ mediop ανορθώνομαι stand upright, stand on end:
    • ένα φίδι ανορθώνεται πίσω από το θρόνο και εικονίζεται με διάφορους τρόπους σε σχέση με τις ανθρώπινες μορφές (Christou) |
    • ανορθώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου από τη φρίκη |
    • ο συγγραφέας μάς προετοιμάζει ήδη και για το μεγάλο δράμα της πείνας, μέσα στην Aθήνα, με μια σκηνή που κάνει τις τρίχες μας ν' ανορθωθούν (Chatzinis)
  • ② fig restore, redress, rectify (syn αποκαθιστώ, επανορθώνω, βελτιώνω):
    • για ν' ανορθώσουμε τη βασανισμένη πατρίδα μας, θα χρειαστούνε κόποι και μόχθοι (Theotokas) |
    • η κυβέρνηση ανόρθωσε την οικονομική κατάσταση της χώρας |
    • τεράστια συμφέροντα αντίθετα σε κάθε τι που θα 'χε σκοπό ν' ανορθώσει τη μάζα (Sardelis) |
    • ακόμη δεν στράφηκε η κοινωνία προς τον εαυτό της να τον εξυγιάνει και ηθικά να τον ανορθώσει (Papanoutsos, adapted) |
    • ο Γαυλωνίτης Iούδας χάθηκε χωρίς ν' ανορθώσει το νόμο (Karkavitsas) |
    • το χρέος μας είναι να πλατύνουμε τη νοημοσύνη της ανθρωπότητας, ν' ανορθώσουμε τη θέλησή της (Theotokas) |
    • έπρεπε να μείνει να πολεμήσει, να ανορθώσει την ξεπεσμένη τιμή του (id.) |
    • υπάρχουν σκέψεις του δικαστηρίου .. ικανές ν' ανορθώσουν ένα όνομα, τριάντα ετών εμπορικό βίο, κύριε (Plaskovitis)
  • ⓒ mediop recover:
    • η οικονομία δε θα μπορέσει ν' ανορθωθεί και να εκπληρώσει νέες δανειακές υποχρεώσεις, αν δεν της δοθούν τα οικονομικά μέσα ν' αναλάβει (Angelop) |
    • για να ξυπνήσει ο λαός, ένα μέσο υπάρχει |
    • ν' ανορθωθεί οικονομικά (Kazantz) |
    • όσοι ιχθυοτρόφοι σώθηκαν από την καταστροφή ανέλαβαν τόσο μεγάλα βάρη, ώστε δεν ημπόρεσαν να ανορθωθούν (Stasinop, Mesolongi 1.292, adapted) |
    • η αυτοκρατορία τιμωρήθηκε, αλλά κάθε φορά είχε καταφέρει να ανορθωθεί (Mango)

[fr MG ανορθώνω ← K ἀνορθῶ (-όω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go