Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανορθωτικός 1 -ή -ό [anorθotikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ανόρθωση 1: Aνορθωτική προσπάθεια. Aνορθωτικό σχέδιο.
[λόγ. ανορθω- (δες ανορθώνω) -τικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανορθωτικός 2 -ή -ό : (ηλεκτρολ.) που ανήκει ή αναφέρεται στον ανορθωτή 2: Aνορθωτική λυχνία.
[λόγ. ανορθωτ(ής) 2 -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανορθωτικός, -ή, -ό [anorθotikós] (L)
- ① restorative, redressive, regenerative:
- ~σκοπός |
- ανορθωτικό έργο, σχέδιο |
- ανορθωτική άποψη, κίνηση |
- ανορθωτική ροπή righting moment |
- οι δημιουργοί, όσοι θέλουν να παλέψουν έναν ανορθωτικό αγώνα (Thrylos) |
- ανάγκη της ανορθωτικής προσπάθειας των ηγετών (id.) |
- η αξιοθαύμαστη ανορθωτική προσπάθεια του Λυκούργου (Despotop) |
- σε όλα τα ανορθωτικά κινήματα δύο είναι πάντα οι τάξεις των ανθρώπων που συγκινούνται και τα υποδέχονται, οι αδικημένοι και οι ευγενείς ιδεολόγοι (Stasinop)
- ② phys & electr rectifying:
- ~ σωλήνας rectifying valve |
- ανορθωτική λυχνία (syn ανορθώτρια λυχνία)
[fr kath (neol Koumanoudis) ανορθωτικός, der of ανορθωτής]
- ① restorative, redressive, regenerative:



