Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανορθολογισμός ο [anorθolojizmós] Ο17 : η έλλειψη ορθολογισμού, η ιδιότητα του ανορθολογικού: Ο ~ ενός παλαιού και ξεπερασμένου οικονομικού συστήματος.
[λόγ. αν- (δες α- 1) ορθολογισμός]



