Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοργανωσιά η [anorγanosxá] Ο24 : η κατάσταση του ανοργάνωτου, η έλλειψη (καλής) οργάνωσης: H ~ της υπηρεσίας ήταν η κύρια αιτία της κακής λειτουργίας της.
[αν- (δες α- 1) οργανώ(νω) -σιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοργανωσιά [anorγanosjá] η, (D)
- lack of organization (synL το ανοργάνωτο, ant οργάνωση):
- η ~χαρακτήριζε πάντοτε την αλιεία, ξεχωριστά την παράκτια (Zappas) |
- ποιον ν' απαλλάξουμε της ευθύνης; το κράτος μήπως με την ~ και την ασυναρτησία που το δέρνει; (Kyriakidis, Vima)
[fr *ανοργανωσία (: οργανώ); cf kath (neol: Koumanoudis) ανοργάνωσις]
- lack of organization (synL το ανοργάνωτο, ant οργάνωση):



