Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοργάνωτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανοργάνωτα [anorγánota] adv
  • without organization, unmethodically (syn ακατάστατα, αμέθοδα, ant οργανωμένα, μεθοδικά):
    • άρχισε τις εργασίες ~ |
    • οι καλές αυτές προσπάθειες παρουσιάστηκαν σποραδικά και ~ (Sifalakis) |
    • ο νέος μύθος μάχεται αδέξια ακόμα και ~ να κυβερνήσει τις ψυχές μας (Kazantz)

[der of ανοργάνωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες