Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανοξία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοξία η [anoksía] Ο25 : (ιατρ.) η ελάττωση της ποσότητας του οξυγόνου που περιέχει το αίμα και η ανεπαρκής χορήγηση οξυγόνου στους ιστούς· ανοξαιμία.

[λόγ. < γαλλ. anoxie < an- = αν- (δες α- 1) + ox(ygène) = οξ(υγόνον) -ie = -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go