Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανομοιόμορφα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανομοιόμορφα [anomiómorfa] adv(L)
  • ① dissimilarly, differently (ant ομοιόμορφα):
    • στο δέντρο της μεταλλικής χλωρίδας τα διάφορα μέταλλα είναι καρποί ~ ωριμασμένοι
  • ② unevenly:
    • τα φερμουίτ (στα φρένα) είναι φαγωμένα ~ (Vardakos)

[der of ανομοιόμορφος; cf kath ανομοιομόρφως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες