Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανομοιοκατάληκτος -η -ο [anomiokatáliktos] Ε5 : (για στίχους ή ποίημα) που δεν ομοιοκαταληκτεί. ANT ομοιοκατάληκτος: Στην αρχαία ελληνική ποίηση οι στίχοι είναι πάντοτε ανομοιοκατάληκτοι εκτός από τις εξαιρέσεις του ομοιοτέλευτου σχήματος. Aνομοιοκατάληκτη ποιητική σύνθεση.
[λόγ. < ελνστ. ἀνομοιοκατάληκτος `με διαφορετική γραμματική κατάληξη΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανομοιοκατάληκτος, -η, -ο [anomiokatáliktos] (L) metr
- not rhyming, unrhymed, rhymeless (ant ομοιοκατάληκτος):
- ~στίχος unrhymed line, blank verse |
- οι στίχοι πολλών δημοτικών τραγουδιών είναι ανομοιοκατάληκτοι |
- ανομοιοκατάληκτα δημοτικά τραγούδια |
- πολιτικοί ανομοιοκατάληκτοι στίχοι |
- το Xρονικό του Mορέως είναι ανομοιοκατάληκτο |
- οι στίχοι σε όλο το έργο είναι ανομοιοκατάληκτοι δεκαπεντασύλλαβοι
[fr LK ἀνομοιοκατάληκτος (Apoll. Dysk., 2nd c. AD]
- not rhyming, unrhymed, rhymeless (ant ομοιοκατάληκτος):



