Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανολοκλήρωτο [anoloklíroto] το, (L)
- lack of integration, incompleteness (ant το ολοκληρωμένο):
- ό,τι ενοχλεί στην καθαρή αναρχία είναι το ~
[fr το ανολοκλήρωτον, substantiv. n of ανολοκλήρωτος]
- lack of integration, incompleteness (ant το ολοκληρωμένο):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανολοκλήρωτος -η -ο [anoloklírotos] Ε5 : που δεν ολοκληρώθηκε ή δεν τον ολοκλήρωσαν· ατέλειωτος. ANT ολοκληρωμένος: Πεθαίνοντας νέος, άφησε ένα έργο ανολοκλήρωτο αλλά σημαντικό.
[λόγ. αν- (δες α- 1) ολοκληρω- (δες ολοκληρώνω) -τος μτφρδ. γαλλ. inachevé]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανολοκλήρωτος, -η, -ο [anoloklírotos] (L)
- unfinished, uncompleted, incomplete (near-syn L ημιτελής, αποσπασματικός, ασυμπλήρωτος, ant ολοκληρωμένος):
- ανολοκλήρωτες πράξεις |
- η διαδοχή θα μείνει ανολοκλήρωτη |
- το έργο έμεινε ανολοκλήρωτο |
- ανολοκλήρωτα μυθιστορήματα |
- έξι ημιτελή ή ανολοκλήρωτα έργα |
- μουσική σύνθεση ανολοκλήρωτη |
- ανολοκλήρωτη ύπαρξη |
- πάντα υπάρχει κάτι το .. ανολοκλήρωτο μέσα μας (Panagiotop) |
- ανολοκλήρωτη προσπάθεια, σταδιοδρομία |
- ανολοκλήρωτη ερωτική περιπέτεια |
- αφήνουν ανολοκλήρωτο και μετέωρο ένα από τα κύρια θέματα της δευτέρας ραψωδίας (Maronitis)
[fr kath (neol) ανολοκλήρωτος, cpd w. *ολοκληρωτός (: ολοκληρώ)]
- unfinished, uncompleted, incomplete (near-syn L ημιτελής, αποσπασματικός, ασυμπλήρωτος, ant ολοκληρωμένος):



