Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτόξανθος, -η, -ο [anixtóksanθos]
- pale blond, light yellow, straw colored:
- ανοιχτόξανθα μαλλιά |
- τα πριν και κάπως άνοστα μαλλιά της είχαν σκουρύνει (Xenop) |
- ένα κομμάτι γυμνού κάμπου, ανοιχτόξανθου και σαν έρημου που κλίνει ανάλφρα προς τη θάλασσα που αστράφτει και σπιθοβολά ξεσπώντας σε μακρινά ακρογιάλια (Karantonis)
[cpd of ανοιχτός & ξανθός]
- pale blond, light yellow, straw colored:



