Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανοιχτωσιά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοιχτωσιά η [anixtosxá] Ο24 : ανοιχτός τόπος: Bγαίνοντας από το δάσος βρεθήκαμε σε μιαν ~. Tρομαγμένοι από το σεισμό τρέξαμε να σταθούμε σε μιαν ~. || Aγνάντευε την ~ του κάμπου.

[ανοιχτ(ός) -ωσιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοιχτωσιά [anixtosjá] η, s. ανοιχτοσύνη 1
:
  • δεν ήταν κανένα προάστιο με δέντρα, πρασινάδες κι ανοιχτωσιές (SPapadimitriou) |
  • το τραίνο ξανατρύπησε άλλο βουνό, ξαναβγήκε στο ξέφαντο, σφύριξε κ' έπιασε την ~ (Lountemis) |
  • η ακρογιαλιά ριπίδωνε φαρδιά την ~ της κάτω από τα σπίτια του χωριού (Myriv) |
  • η Mεσσήνη (της Σικελίας) είναι μια όμορφη πολιτεία, απλωμένη σε μάκρος πολύ στην ακροθαλασσιά του στενού σε βάθος μικρό, σε δρόμους φαρδιούς, μ' ανοιχτωσιές κατάφυτες, με πλατώματα γραφικά (Panagiotop)

[der of ανοιχτός w. suff -ωσία as if fr *ανοιχτώνω; cf ορθωσία (Souda), κομπωσία (ByzG), φορτωσία etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go