Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοιχτοσύνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανοιχτοσύνη [anixtosíni] η,
  • ① openness, open place, space w. a wide horizon (syn ανοιχτωσιά):
    • η ~της θάλασσας, του πελάγους, του κάμπου |
    • εδώ είναι ~ για να βλέπει κανείς |
    • η ~ του οικοδομημένου χώρου, των ανακτόρων |
    • έκαμε μια αντικραυγαλέα κατασκευή .. προσέχοντας το ύψος, δίνοντας ~ και άνεση κλ (Panagiotop) |
    • ο ποιητής δεν χάρηκε τη φύση, την ~ και τον απέραντο ουρανό, τη θάλασσα, την πρασινάδα και την ψηλή κορφή (Chourmouzios) |
    • poem δώστε μου πια τη γαλανή φυγή σας, | τις Λίμνες της ανοιχτοσύνης (RApostolidis) |
    • γύρω τριγύρω του παράθυρα | κ' ύψος πολύ κι ανοιχτοσύνης κάμποι, δέντρα και πέρα η θάλασσα (Iro Lampiri)
  • ⓐ open, cloudless, clear sky, good weather (syn αιθρία 1, ευδία, καλός καιρός)
  • ⓑ fig breadth, clarity:
    • η Aναγέννηση ελευθεριάζει, ξανασκύβει στα κλασικά κείμενα, για να γευθεί και να πραγματοποιήσει και για δικό της λογαριασμό την ~του στοχασμού που δεν γνωρίζει φραγμούς (Panagiotop) |
    • το πάθος του Σολωμού, ο ενθουσιασμός του, η ορθοφροσύνη του, η ~ του επιβάλλονται (id.)
  • ② straightforwardness, sincerity (syn ειλικρίνεια):
    • ποτέ δε μου άνοιξαν την καρδιά τους με κείνη τη γλυκιά ~των εφηβικών χρόνων (Glezos)
  • ③ openhandedness, generosity (syn γενναιοδωρία)
  • ④ uninhibited behavior, looseness, wantonness (syn L ελευθεριότητα)

[der of ανοιχτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες