Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτοστήθα [anixtostíθa] f adj
- bare-breasted:
- πέρασαν από τα μάτια μου οι εξαίσιες τοιχογραφίες - μάτια μεγάλα, μυγδαλάτα, μαύρες πλεξούδες κυματιστές, βαριές κυράδες ανοιχτοστήθες, με χοντρά φιλήδονα χείλια (Kazantz)
[f of *ανοιχτοστήθης (: ανοιχτά στήθη)]
- bare-breasted: