Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοιχτογάλαζο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανοιχτογάλαζο [anixtoγálazo] το,
  • light blue, light azure color:
    • μισοκλείνοντας τα ματόφυλλα βλέπει τον ήλιο γύρω του, που είναι ένα ολόχρυσο φως σκόρπιο παντού, απάνω στο ~ του γιαλού και στου ουρανού το ασήμι (Petsalis) |
    • και κείνο το ~ (Panagiotop)

[substantiv. n of ανοιχτογάλαζος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοιχτογάλαζος, -η, -ο [anixtoγálazos]
  • light blue (syn ανοιχτογάλανος, ανοιχτό μπλε, μπλε ανοιχτό):
    • ανοιχτογάλαζα μάτια |
    • φουστάνι ανοιχτογάλαζο |
    • φορούσε φράγκικα |
    • ανοιχτογάλαζη βελάδα και στενό παντελόνι βαθυκύανο (Petsalis) |
    • κ' ύστερα ο γιαλός ~ |
    • το πέλαγος πέρα ηρεμούσε ανοιχτογάλαζο με εναλλαγές τόνων (Kokkinos) |
    • κορίτσια νέα με ανοιχτογάλαζες μπλούζες που τις φούσκωναν τα στήθη τους (AVlachos) |
    • η ορτανσία, αυτό το πλατύ, το καταπράσινο φύλλο, και τις δέσμες τις ανοιχτογάλαζες, τις ανοιχτοκόκκινες, αυτήν την άπειρη ορτανσία (Panagiotop) |
    • τα χέρια της ήτανε σα διάφανα μπροστά στη φλόγα, οι φλέβες πιο ανοιχτογάλαζες (KPolitis)

[cpd of combining form ανοιχτο- & MG & ModG γαλάζιος (dial γαλάζος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες