Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανοιχτήρι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοιχτήρι το [anixtíri] Ο44 : γενική ονομασία για μικρά εργαλεία του χεριού που τα χρησιμοποιούμε για να ανοίγουμε κονσέρβες, μπουκάλια κτλ.

[μσν. ανοικτήριον με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ανοικ- (ανοίγω) -τήριον > -τήρι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοιχτήρι [anixtíri] το,
  • ① door key (syn ανοιχτάρι)
  • ② opener, tin or can opener, or cork-screw (syn τιρμπουσόν):
    • ~ για κουτιά, για κονσέρβες

[fr MG ανοικτήριν ← MG ανοικτήριον (: ανοίγω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go