Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοιχτάρι [anixtári] το,
- door key (syn κλειδί):
- κρέμασε τ' ~ στο καρφί |
- poem η μικρή κουκουβάγια ήτανε πάντα εκεί | σκαρφαλωμένη στ' ~ τ' Άγιου Mάμα (Seferis)
[fr LMG ανοικτάριν 'key to a city, castle or prison', deriv of ανοιχτής (so Pontic)]
- door key (syn κλειδί):