Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοιχτάρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανοιχτάρι [anixtári] το,
  • door key (syn κλειδί):
    • κρέμασε τ' ~ στο καρφί |
    • poem η μικρή κουκουβάγια ήτανε πάντα εκεί | σκαρφαλωμένη στ' ~ τ' Άγιου Mάμα (Seferis)

[fr LMG ανοικτάριν 'key to a city, castle or prison', deriv of ανοιχτής (so Pontic)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες