Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοητολόγος [anoitolóγos] ο, η, (L)
- talking nonsense (syn μωρολόγος):
- απεραντολόγος, αερολόγος, ~, κακόπιστος εμφανίζει την Kυβέρνηση σε επίπεδο χειρότερο από εκείνο στο οποίο την τοποθετούν τα ίδια της τα έργα (Palaiologos)
[cpd of ανόητα n pl & -λόγος]
- talking nonsense (syn μωρολόγος):