Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοητολόγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανοητολόγος [anoitolóγos] ο, η, (L)
  • talking nonsense (syn μωρολόγος):
    • απεραντολόγος, αερολόγος, ~, κακόπιστος εμφανίζει την Kυβέρνηση σε επίπεδο χειρότερο από εκείνο στο οποίο την τοποθετούν τα ίδια της τα έργα (Palaiologos)

[cpd of ανόητα n pl & -λόγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες