Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοηταίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοηταίνω [anoiténo] Ρ7.1α (μόνο στον ενεστ.) : γίνομαι ανόητος, αρχίζω να συμπεριφέρομαι ανόητα.

[λόγ. < αρχ. ἀνοηταίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοηταίνω [anoiténo] only pr & ipf
  • ① be foolish or stupid, act stupidly, behave foolishly (syn είμαι μωρός, φέρομαι ανόητα):
    • ο κόσμος ανοηταίνει |
    • εσείς αιώνες τώρα κοιμάστε ή ανοηταίνετε (Theotokas)
  • ② talk stupidly, talk nonsense, drivel (syn λέω ανοησίες, L μωρολογώ):
    • όταν ήταν ερωτευμένη με έναν ποιητή, δεν ενδιαφερόταν πια παρά για ποίηση .. και φυσικά ανοήταινε, γιατί δεν εισχωρεί κανένας με την προώθηση ενός άλλου σ' έναν κόσμο που του είναι ξένος (Thrylos) |
    • ο θεατής που θα παρακολουθήσει ένα κομμάτι Πιραντέλλο και θα θεωρήσει ότι όλα τα πρόσωπα επάνω στη σκηνή ανοηταίνουν και παραλογίζονται δεν θα κρίνει εντούτοις το συνάνθρωπό του ακριβώς όπως θα τον έκρινε πριν γραφεί το έργο αυτό (id.)

[fr AG ἀνοηταίνω 'be devoid of intelligence']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες