Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοδικά [ano∂iká] adv(L)
- upwards, up (syn ανοδικώς):
- ένας ακμαίος φιλελευθερισμός που οδεύει ~ (Koumarianou) |
- κάθε ποιητής δεν αναπτύσσεται και συνεχώς ~ (RApostolidis) |
- οι επιβαρύνσεις τιμών ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών επέδρασαν ~
[der of ανοδικός]
- upwards, up (syn ανοδικώς):



