Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιψάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανιψάκι [anipsáci] το, (& ανεψάκι)
  • young nephew or niece (syn ανιψιδάκι):
    • εγώ σε λογαριάζω παιδί μου ως ~ |
    • παντρεύτηκε την αδελφή και κουνιάδα του κ' έβγαλε από τη μέση τ' ανεψάκι του, επίδοξο συμβασιλέα (Tsirkas) |
    • poem αργά και κάπου πάει και τ' ~

[fr LMG ανεψάκι & ανιψιάκι (Somavera), der of ανίψι; ανέψι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες