Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιψάκι [anipsáci] το, (& ανεψάκι)
- young nephew or niece (syn ανιψιδάκι):
- εγώ σε λογαριάζω παιδί μου ως ~ |
- παντρεύτηκε την αδελφή και κουνιάδα του κ' έβγαλε από τη μέση τ' ανεψάκι του, επίδοξο συμβασιλέα (Tsirkas) |
- poem αργά και κάπου πάει και τ' ~
[fr LMG ανεψάκι & ανιψιάκι (Somavera), der of ανίψι; ανέψι]
- young nephew or niece (syn ανιψιδάκι):



