Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιχνευτικό [anixneftikó] το, navy
- reconnoitering vessel, scout:
- δυνάμεις ανιχνευτικών scouting forces
[neol, fr kath ανιχνευτικόν σκάφος]
- reconnoitering vessel, scout:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανιχνευτικός -ή -ό [anixneftikós] Ε1 : που γίνεται ή που είναι κατάλληλος για ανίχνευση: Aνιχνευτική περιπλάνηση. Aνιχνευτικό πλοίο.
[λόγ. ανιχνεύ(ω) -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανιχνευτικός, -ή, -ό [anixneftikós] (L)
- ① fit for tracking:
- ανιχνευτικό σκυλί blood hound |
- είχαμε κάνει δύο παγάνες χωρίς να 'χομε ακούσει ούτε καν τα γαβγίσματα των ανιχνευτικών σκυλιών μας (Ouranis) |
- τα σκυλιά έδιωχναν από την ανιχνευτική τους ακτίνα τα θηράματα που ξεσήκωναν (id.)
- ② fit for scouting, reconnoitering, searching:
- ανιχνευτική ενέργεια |
- ανιχνευτικό απόσπασμα |
- ανιχνευτικό αυτοκίνητο scout car |
- ανιχνευτικό αεροπλάνο scout plane, search plane, reconnoitering plane; ανιχνευτικό αεροπλάνο υποβρυχίων anti-submarine search plane |
- ανιχνευτικό αερόστατο scouting dirigible |
- ανιχνευτικό πλοίο scout vessel; lookout vessel |
- ~ |
- ανιχνευτική περιπολία search patrol |
- το ανιχνευτικό περίπολο (id.) |
- ανιχνευτική γραμμή scouting line |
- ανιχνευτικό φως searching light, searchlight |
- ένα αδύναμο φως φάνηκε να σέρνεται ανιχνευτικό πάνω στις βραχώδικες κακοτοπιές (Zappas) |
- ο προβολέας ενός θωρηκτού περιφερόταν ~ |
- ξεκίνησαν σε δύο φάλαγγες, ενώ μια τρίτη ανιχνευτική ομάδα προχώρησε προς τα ενδότερα (Fteris) |
- έριξε τρίγυρα ανιχνευτική τη ματιά του (Zappas)
- ③ exploratory:
- τα ερωτήματα προχωρούν σε ανιχνευτικές υποθέσεις (Loukatos) |
- ο ποιητής επιχειρεί το πρώτο ανιχνευτικό ταξίδι του στην Eυρώπη (Panagiotop)
- ④ investigative, scrutinizing, penetrating:
- εκτιμούμε τα ανιχνευτικά χαρίσματα και τις συνθετικές ικανότητες του κ. Ξύδη (Chatzifotis) |
- η συνάντηση δύο στοχασμών επάνω στο ίδιο θέμα .. διπλασιάζει αυτόματα τις ανιχνευτικές μας ικανότητες (Dimaras) |
- ο ανιχνευτικότερος Tέλλος Άγρας, που ήθελε να θεμελιώνει την κρίση του σε μια εξαντλητική έρευνα, εσημείωσε και κάποιες επιδράσεις μέσα στο έργο του Mαλακάση (Chatzinis)
[fr kath (neol) ανιχνευτικός (Koumanoudis), der of ανιχνευτός (: ανιχνεύω); cf ιχνευτικός]
- ① fit for tracking:



