Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανισόρροπος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανισόρροπος -η -ο [anisóropos] Ε5 : 1.(για πρόσ., λόγους, σκέψεις κτλ.) που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη πνευματικής ισορροπίας, κανονικής διανοητικής λειτουργίας· παλαβός: Ήταν αδύνατο να συνεννοηθείς μ΄ αυτόν τον ανισόρροπο. Aνισόρροπες σκέψεις, παραλογισμοί. 2. που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ισότητας ή αρμονίας των μερών του: Aνισόρροπη οικονομική ανάπτυξη, ανισομερής.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀνισόρροπος· 1: σημδ. γαλλ. déséquilibré]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go