Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανισόπεδος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανισόπεδος -η -ο [anisópeδos] Ε5 : που δεν έχει σε ίσο ύψος τα επίπεδά του. ANT ισόπεδος: Aνισόπεδη διάβαση.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ισόπεδος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανισόπεδος, -η, -ο [anisópe∂os] (L)
  • of uneven surface, not level, rough (ant ισόπεδος):
    • ~ |
    • μεταλλικός ~ |
    • ανισόπεδη διάβαση not level crossing, ανισόπεδες διαβάσεις |
    • το σπήλαιο έχει μήκος 50 μ. περίπου με δαιδαλώδεις ανισόπεδους διαδρόμους (Varelas) |
    • οι ανισόπεδες επιφάνειες του βράχου (στην Aκρόπολη)

[fr kath ανισόπεδος, cpd w. AG ἰσόπεδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες