Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανισορροπία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανισορροπία η [anisoropía] Ο25 : 1.η ελαττωματική ανάπτυξη ή λειτουργία του νου· παλαβωμάρα: H ~ του δεν περιγράφεται. || (συνήθ. πληθ., για λόγους, σκέψεις κτλ.) που τους χαρακτηρίζει ανισορροπία: Tι ανισορροπίες είναι αυτές που λες; 2. έλλειψη ισορροπίας, σταθερότητας ή ισότητας (μερών): Aναζητούν την αιτία των κοινωνικών προβλημάτων στην ~ μεταξύ βιομηχανικής και γεωργικής ανάπτυξης, ανισομέρεια.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀνισορροπία· 1: σημδ. γαλλ. déséquilibre]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go