Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιούσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανιούσα [aniúsa] η, (L)
  • ascending line, ascent, rise (ant κατιούσα1):
    • η πόλη είναι στην ~ |
    • το κακό ακολουθεί την ~ |
    • το εισόδημα της οικογένειας ακολουθούσε την ~ |
    • για να καμφθεί η πληθυσμική ~, πρέπει να γίνουν νέες ανακατατάξεις |
    • ο πληθυσμός της γης εμφανίζει μια ~ εντυπωσιακή (Dimaras) |
    • η ψυχή του ανεβαίνει την ~ της αισιοδοξίας (TAthanasiadis) |
    • η προσπάθεια εξερεθισμού και η αναζήτηση από τους Iταλούς αφορμών ήταν ρυθμισμένη με τρόπο που ν' ακολουθεί σταθερή ~ (Terzakis) |
    • βλέπει κανείς μια σταθερή ~ από τα πρώτα τους έργα ως τις μεταγενέστερες δημιουργίες τους (Dimaras) |
    • εδώ έχουμε μια ~ όχι μόνο στη μουσική κλίμακα αλλά και στην κλίμακα των αισθημάτων (EIP)

[substantiv. f of prp f ανιούσα, sc γραμμή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες