Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανιμώμαι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ανιμώμαι.
  • Aπορροφώ:
    • ανιμάται ο αήρ … πάσαν υγρότητα (Mάρκ., Bουλκ. 34417).

[αρχ. ανιμάομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go