Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανιμισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανιμισμός ο [animizmós] Ο17 : 1.(φιλοσ.) θεωρία που υποστηρίζει πως η ψυχή (πνεύμα) είναι η αρχή της ζωής. 2. (θρησκειολ.) πρωτόγονη θρησκευτική πίστη στην ύπαρξη ψυχής μέσα σε όλα τα φυσικά όντα και φαινόμενα.

[λόγ. < γαλλ. animisme (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιμισμός [animizmós] ο, plilos
  • animism (syn ψυχοκρατία, ψυχολατρεία):
    • ο ~ |
    • η πίστη στη μαγεία είναι επιβίωση της νοοτροπίας του πρωτόγονου ανθρώπου, του ανθρώπου της εποχής του ανιμισμού (Papanoutsos) |
    • ο ~ |
    • ο ~ των Σλοβένων είναι βαθύς και πρωτόγονος (Ouranis)

[neol (Koumanoudis), fr Lat animismus]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες