Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανικανοποίηση [anikanopíisi] η, (L)
- lack of satisfaction, dissatisfaction, discontent (ant ικανοποίηση):
- πικρή, συνεχής ~ |
- εκδηλώνει, εκφράζει, φανερώνει ~ |
- η ~ τον πλήγωσε θανάσιμα |
- το αίσθημα της πληρέστατης ανικανοποιήσεως (Dimaras) |
- την ~ την αισθάνεται επειδή όλες οι προσπάθειες δεν επέτυχαν να είναι αποδοτικές (Thrylos) |
- ο πόνος, η πίκρα και η ~ δεν καταστρέφουν στο μυθιστόρημα του K. Π. την ομορφιά της ζωής (Sachinis) |
- οι σπόροι της ανικανοποίησης, που υπήρχε πάντα σ' αυτή τη σχέση βλάστησαν (id.) |
- αν είχα γράψει δυο τρία έργα βαρβάτα, ίσως δεν θα 'νοιωθα τόση πίκρα ανικανοποίησης όση τώρα (Paraschos in Chatzinis)
[fr kath ανικανοποίησις, cpd of pref αν- & ικανοποίησις]
- lack of satisfaction, dissatisfaction, discontent (ant ικανοποίηση):



