Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανιαρός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανιαρός -ή -ό [aniarós] Ε1 : που προξενεί ανία, πλήξη, που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον· βαρετός: Aνιαρή συζήτηση / εργασία / ασχολία / δουλειά. Aνιαρό διήγημα / μυθιστόρημα / έργο. Παρακολούθησα μια ανιαρότατη διάλεξη. ανιαρά ΕΠIΡΡ: Mιλάει πολύ ~, βαρετά.

[λόγ. < αρχ. ἀνιαρός `ενοχλητικός, βλαβερός΄ σημδ. γαλλ. ennuyeux]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανιαρός, -ή, -ό [anjarós] (L)
  • boring, dull, tedious, wearisome (syn μονότονος, πληκτικός):
    • ~ άνθρωπος, ρήτορας, συγγραφέας |
    • ~ λόγος, διάλογος, μονόλογος |
    • ~ θόρυβος, κρότος, ρυθμός |
    • ανιαρή ασχολία, διαδικασία, επανάληψη, εργασία, ζωή, πόλη, ομοιομορφία, συζήτηση, ταινία |
    • ανιαρό βιβλίο, θέαμα, μάθημα, ποίημα, ύφος |
    • ανιαρά καθήκοντα, κείμενα, πράγματα |
    • βαριόταν τα πεζά, πρακτικά, ανιαρά θέματα (Petsalis) |
    • τα κλασικά παραδείγματα έχουν πια καταντήσει ανιαρά (Panagiotop) |
    • ό,τι πιστεύουμε πως μας προσφέρθηκε ολόκληρο, μας γίνεται άχρηστο, ανιαρό (Chatzinis) |
    • τ' ανιαρά σχόλια του συγγραφέα για τα διαδραματιζόμενα ματαιώνουν κάθε ενδεχόμενη δράση (Sachinis) |
    • το κεφάλαιο για την τέχνη είναι ανιαρό στο διάβασμα (Karouzos) |
    • η σιωπή έπεσε σαν ~ επίλογος ανιαρότερης εκμηστήρευσης (Karagatsis) |
    • ήταν η ανιαρότερη και η πιο εξοργιστική παράσταση (Athanasiadis-N) |
    • poem πολλές φροντίδες, πολλή σκέψις και για τούτο | είν' έτσι ανιαρές του Δημαράτου οι μέρες (Kavafis) |
    • κακόγουστο και ανιαρό θέατρο ποικιλιών ο κόσμος (Apostolidis)

[fr kath ανιαρός ← K, AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go