Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθόφυλλο [anθófilo] το,
- petal (syn ανθοπέταλο, πέταλο):
- τα μαραμένα τριαντάφυλλα σηκώνουν τ' ανθόφυλλά τους και ξαναπαίρνουνε δροσιά και χρώμα (Christomanos) |
- έσμιγαν οι μυγδαλιές τ' ανθόφυλλά τους (Sachinis) |
- poem μήτε τ' ανθόφυλλα τ' Aπρίλη | τόσο αβρά | σαν τα κόκκινα τα χείλη | τα λαμπρά (Malakasis) |
- παίρνεις το φέγγος του ανθόφυλλου | στη νύχτα της ακρολιμνιάς (Panagiotop)
[fr MG ανθόφυλλον, cpd of άνθος & φύλλον]
- petal (syn ανθοπέταλο, πέταλο):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανθόφυλλον το.
-
- Άνθη και φύλλα του δέντρου:
- του ανθοφύλλου ο πλασμός πολλά ωραιομένος (Bέλθ. 291).
[<ουσ. άνθος + φύλλον]
- Άνθη και φύλλα του δέντρου:



