Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθότυρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθότυρος [anθótiros] ο, (& αθότυρος) region.
  • ① cream cheese, Crete:
    • στ' όνειρό τους είδανε να βγαίνει αληθινή η μαντινάδα που θέλει τη θάλασσα κρασί και τα βουνά αθοτύρους (Prevelakis) |
    • poem κ' έρθουν στη χώρα οι τυροκόμοι μου με ανθότυρους, μυζήθρες (Kazantz)
  • ② soft cheese made fr the albumin of whey (syn μυζήθρα)

[cpd of ανθός & kath τυρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες