Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθότοπος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθότοπος ο [anθótopos] Ο20 : τόπος όπου φυτρώνουν πολλά άνθη.

[λόγ. ανθο- + -τοπος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθότοπος [anθótopos] ο, s. ανθοτόπι
:
  • poem δροσάτο αεράκι | μέσα σε ανθότοπο (Solom) |
  • στέκομ' απέξω, ανθότοποι, δεν σας ξεχνώ ποτές μου, | μυρώνετε μιαν ώρα εσπερινή (Malakasis)

[cpd of άνθος & τόπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες