Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθόγαλο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ανθόγαλο το· αθόγαλο.
  • Λιπαρή ουσία που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος:
    • (Πανώρ. Γ´ 388).

[<ουσ. άνθος + γάλα. O τ. στο Somav. (ον) και σήμ. κρητ. (IΛ, λ. γαλα). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθόγαλο [anθóγalο] το, (D) = ανθόγαλα
:
  • ολόπαχο ~, παχιές νόστιμες μυτζήθρες και γίδα ψητή (Varelas)

[fr MG ανθόγαλο(ν) bes αθόγαλο(ν), cpd of άνθος & γάλα by anal. of the neuter nouns in -o such as ανθότυρο etc; cf τυρόγαλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες