Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθυποπυραγός ο [anθipopiraγós] Ο17 : βαθμός κατώτερου αξιωματικού του πυροσβεστικού σώματος, ανώτερος από τον πυρονόμο και κατώτερος από τον υποπυραγό, αντίστοιχος με τον ανθυπολοχαγό του στρατού ξηράς.
[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υποπυραγός]



